Φτωχότερο από σήμερα το Κολωνάκι, φτωχότερη η Αθήνα, φτωχότερο το θέατρο, φτωχότερα τα ερτζιανά!
Σε ηλικία 78 ετών απεβίωσε τα ξημερώματα ο ηθοποιός, συγγραφέας και ραδιοφωνικός παραγωγός Κωνσταντίνος Τζούμας.

Ευφυολόγος, παραδοξολόγος, κοσμοπολίτης, εστέτ, εναλλακτικός, επικριτικός, καυστικός, υπερφίαλος, σνομπ, δανδής, flâneur, ταλαντούχος θεατρίνος, εμβληματικός παραγωγός του ραδιοφώνου. Ο Κωνσταντίνος Τζούμας αποτέλεσε για περισσότερες από τρεις δεκαετίες μια από τις πλέον χαρισματικές προσωπικότητες της καλλιτεχνικής και εναλλακτικής Αθήνας. Χαρακτηριστική φιγούρα ενός ψιλόλιγνου άντρα, με φουλάρι – κασκόλ γύρω από το λαιμό, και μαύρα γυαλιά ντίβας, μόνιμος θαμώνας τα τελευταία χρόνια του Φίλιον, το καφέ των συγγραφέων και των διανοούμενων της οδού Σκουφά μεταξύ Κολωνάκι και Εξαρχείων. Συχνά περιτριγυρισμένος από ωραίες, πάντα νεότερες του, γυναίκες.

Γεννημένος το 1944 στον Πειραιά από αστική οικογένεια, μεγάλωσε στο Πασαλιμάνι με ιδιαίτερες επιδόσεις στον κλασικό αθλητισμό, στο πινγκ-πονγκ, στο μπιλιάρδο και στο ροκ εντ ρολ όπως συνήθιζε να λέει, αν και η κύρια ασχολία του ήταν το διάβασμα κλασσικής λογοτεχνίας. Στα 15 του έχασε τη μητέρα του και στα 18 του ανηφόρισε στην Αθήνα για να σπουδάσει ηθοποιός στη Σχολή Θεοδοσιάδη. Ενώ παρακολουθούσε μαθήματα χορού στη σχολή της Ζουζούς Νικολαϊδη, αρχές δεκαετίας του ’70 εγκαταστάθηκε στην Νέα Υόρκη με σκοπό να γίνει χορευτής. Έκανε μαθήματα ανάμεσα σε άλλους και με κορυφαίους χορογράφους όπως ο Άλβιν Νίκολαϊ, ο Μερς Κάνιχαμ και ο Άλβιν Έιλι. Χορευτής εντέλει δεν έγινε αλλά έμεινε τέσσερα χρόνια ζώντας από κοντά, ρουφώντας μέχρι το μεδούλι τη ζωή του Μανχάταν σε εποχές μεγάλης κραιπάλης, σεξουαλικής απελευθέρωσης και σημαντικών καλλιτεχνικών κινημάτων.

Άρεσε και προκαλούσε συχνά το ενδιαφέρον, οι πιο σοφιστικέ νέοι ήθελαν να ακούνε τη γνώμη του σε θέματα κοινωνικά, τέχνης, ακόμα και πολιτικής είτε μέσα από τις εκπομπές του είτε μέσα από δηλώσεις του στην τηλεόραση και στον τύπο, μέχρι που έκανε το μοιραίο λάθος να αστειευτεί με το θέμα των γυναικοκτονιών.
Επέστρεψε στην Αθήνα το 1975 όπου και έπαιξε σε ταινίες και παραστάσεις της γενιάς του που άφησαν εποχή. Στις δύο πιο χαρακτηριστικές του Νίκου Νικολαϊδη «Γλυκιά Συμμορία» και «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα», στον «Δράκουλα των Εξαρχείων» του Νίκου Ζερβού, στους «Απέναντι» του Γιώργου Πανουσόπουλου, στο «Ρεμπέτικο» του Κώστα Φέρρη, αλλά και στο «Happy day», στο «Ελευθέριος Βενιζέλος 1910-1927» και «Ακροπόλ» του Παντελή Βούλγαρη. Στο τελευταίο ως συμπρωταγωνιστής με τον Λευτέρη Βογιατζή. Η κινηματογραφική του καριέρα έκλεισε το 2017 με το «Γυναίκες που περάσατε από δω» του Σταύρου Τσιώλη.

Στο θέατρο ξεκινώντας με το «Περιμένοντας τον Γκοντό» ακολούθησαν επιτυχίες στις οποίες πάντα έδινε το προσωπικό του στίγμα σε όποιο ρόλο κι αν του αναθέτανε: «Εσωτερικαί ειδήσεις», «Φαύστα» (έπαιξε το Ριτσάκι), «89,90 Fm Stereo», «Αι δύο Ορφαναί», «La Nonna», «Ένα καινούργιο κόκκινο», «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης», και τα τελευταία χρόνια το «Εγώ δεν …» του Βασίλη Αλεξάκη, το «Κ. Π. Καβάφης Αυτοβιογραφούμενος» σύνθεση κειμένων του Γιάννη Φαλκώνη και «Επικίνδυνες Μαγειρικές» του Ανδρέα Στάικου. Το μεγάλο τηλεοπτικό κοινό τον έμαθε μέσα από έκτακτες εμφανίσεις στις κωμικές σειρές «Οι Απαράδεκτοι», «Οι Τρεις Χάριτες», «Οι Μεν και οι Δεν» και «Δύο Ξένοι».
Η νεότερη γενιά τον ξέρει κυρίως από τη δημοφιλή του πρωινή ραδιοφωνική εκπομπή «Café Society» στον σταθμό En Lefko, με τις μουσικές επιλογές της Kafka (Κατερίνας Καφεντζή). Αλλά και ως μια περσόνα που τον έβλεπαν να κυκλοφορεί στα πάρτι και στα κλαμπ ντυμένο με ένα μοναδικό προσωπικό στυλ, ακριβώς όπως περιδιάβαινε τους δρόμους της Αθήνας όλες τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας. Όταν εξέδωσε τα τρία του βιβλία, (μια αυτοβιογραφική σάγκα) «Ως εκ θαύματος» (2008), «Complete Unknown»(2009) και «Πανωλεθρίαμβος» (2010) άρχισε να δίνει μπαράζ συνεντεύξεων εκτινάσσοντας τη δημοφιλία του στα ύψη χάρη σε έναν απενοχοποιημένο λόγο που με απαράμιλλο μπλαζέ ύφος και παράδοξους αφορισμούς κατέρριπτε όλα τα πολιτικά και καλλιτεχνικά κλισέ της δικής του καταρχήν γενιάς αλλά και της τρέχουσας. Έχει πει χαρακτηριστικά σχολιάζοντας τον ίδιο: «Το δήθεν εμπεριέχει μια παράσταση. Δίνεις μια παράσταση για τους άλλους, για να δείξεις ότι είσαι κάτι άλλο από αυτό που νομίζεις ότι είσαι, γιατί δεν αντέχεις αυτό που είσαι. Πάρα πολλά όμορφα πράγματα, όμως, ξεκίνησαν από κάτι δήθεν, για να καταλήξουν σε κάτι ουσιαστικό».
Άρεσε και προκαλούσε συχνά το ενδιαφέρον, οι πιο σοφιστικέ νέοι ήθελαν αν ακούνε τη γνώμη του σε θέματα κοινωνικά, τέχνης, ακόμα και πολιτικής είτε μέσα από τις εκπομπές του είτε μέσα από δηλώσεις του στην τηλεόραση και στον τύπο, μέχρι που έκανε το μοιραίο λάθος να αστειευτεί με το θέμα των γυναικοκτονιών. Η αφελέστατη αν όχι ανεύθυνη τοποθέτηση του εξόργισε πολλές και πολλούς απομυθοποιώντας το όνομα και την καλή φήμη που είχε αποκτήσει μέσα στα χρόνια. Κάποιοι και κάποιες του το συγχώρεσαν, άλλοι πάλι όχι. Οι φίλοι και οι φίλες του τον συμπαραστάθηκαν, τα social media και οι ινστρούκτορες της νέας ηθικής τον διέγραψαν δια παντός. Ήδη όμως είχε καταπονημένη υγεία. Αυτό το ήξεραν λίγοι. Οι συνέπειες ήταν καθοριστικές.
ΠΗΓΗ : http://www.lifo.gr
«Είμαι συγγραφέας από ένστικτο, ηθοποιός εξ ιδιοσυγκρασίας»

Γιώργος Βουδικλάρης*
«Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι κάνω την αξέχαστη ερμηνεία, δεν με ενδιέφερε κιόλας. Με ενδιέφερε το σύνολο. Οτι είμαστε ομάδα και κάνουμε κάτι μαζί».
Ο Κωνσταντίνος Τζούμας είναι από τις πλέον χαρακτηριστικές, αναγνωρίσιμες, κομψές, ροκ εντ ρολ φυσιογνωμίες αυτής της πόλης. Ηθοποιός, χορευτής, ραδιοφωνικός παραγωγός, συγγραφέας μιας ντελιριακής αυτοβιογραφικής τριλογίας («Ως εκ Θαύματος», «Complete Unknown», «Πανωλεθρίαμβος» από τις εκδόσεις Καστανιώτη).
Ουσιαστικά πρόκειται για μία περσόνα, ιδιαίτερη, μοναδική, ξεχωριστή. Κρατά συντροφιά στους ακροατές της πρωινής του εκπομπής «Café Society» εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια στον En Lefko. Ανεπιτήδευτος εστέτ και άνθρωπος με το θάρρος της γνώμης του, δεν διστάζει συχνά να διατυπώσει απόψεις που προκαλούν, ξενίζουν, σοκάρουν ή και εξοργίζουν.ADVERTISING
Σίγουρα αποτελεί συναρπαστικό συνομιλητή κάθε φορά που κάποιος έχει την τύχη να χαρεί, έστω και για λίγο, τη συντροφιά του. Είναι και δεόντως επιλεκτικός, μεταξύ άλλων…
● Πόσα χρόνια κάνεις εκπομπή στον Εν Λευκώ;
Από το 2000, όταν ιδιοκτήτης ήταν ο ιδεολόγος των ερτζιανών Κώστας Καββαθάς. Το πούλησε στον Λυμπέρη. Βρεθήκαμε στις εγκαταστάσεις του στην Παιανία. Ευτυχώς πάντα υπήρχε κάποιος που με πηγαινόφερνε, γιατί δεν έχω μέσο να μετακινούμαι, ούτε οδηγώ – είμαι είδος υπό εξαφάνιση.
Αρχάριος στο διαδίκτυο επίσης, δεν έχω ιδέα. You can’t teach an old dog new tricks! Εν μέρει από οκνηρία, εν μέρει επειδή σπατάλησα την εφηβεία μου εναντίον της εργασίας, μου φαίνεται δύσκολο τώρα να μάθω να διαχειρίζομαι τα πράγματα. Μετά ανέλαβε τον σταθμό η Δασκαλοπούλου. Παρέμεινα σταθερός. Κράτησα το 10-12 π.μ. Ταιριάζει πιο πολύ στους ρυθμούς μου.
● Δεν βαρέθηκες ποτέ το ραδιόφωνο;
Πολύ συχνά σκεφτόμουν αυτό που λες, και λέω «δεν θα έρθει η στιγμή που θα το βαρεθώ;». Ε λοιπόν, όχι. Κάθε μέρα βρίσκεις κάτι καινούργιο να ασχοληθείς, είναι βαρετό να ασχολείσαι με τον κορονοϊό συνέχεια.
Αλλά πάντα υπάρχουν κείμενα, ποιήματα, βιβλία που στέλνουν οι εκδοτικοί οίκοι ή ακροατές που έχουν εκδώσει βιβλίο μόνοι τους και έχουν τη φαεινή ιδέα να μου το στείλουν λες και είμαι τεχνοκριτικός. Είμαι ηθοποιός που κάνει ραδιοφωνική εκπομπή. Τίποτα άλλο.
Το Café Society, ο τίτλος που έχει παραμείνει όλα αυτά τα χρόνια, δεν είναι τυχαίος. Είναι όσα μπορεί να πει κανείς με άνεση, οι πρώτες εντυπώσεις που του δημιουργήθηκαν σε ένα καφέ, γιατί είμαι άνθρωπος των καφέ, δεν είμαι σπιτόγατος.
● Τι σε ελκύει στα καφέ;
Μου αρέσει να παρατηρώ τον κόσμο να περνάει, να πηγαίνει στη δουλειά. Βαθμολογώ πρόχειρα, επιπόλαια και υπερφίαλα τους σωματότυπους γυναικών, κυρίως, με την παρέα μου ή μόνος. Αλλά δεν μπορείς να περάσεις μια ζωή έτσι.
Οι μέρες μου μοιράζονται ανάμεσα στην εικόνα και στο κείμενο. Δεν μου αρέσει να τα κάνω όλα από το σπίτι, δεν θα μου άρεσε να είμαι πάμπλουτος και να έχω το προσωπικό μου σινεμά. Θα ήθελα να μένω σε μια σουίτα ενός ξενοδοχείου, να αναλάβει κάποιος επί 24ώρου βάσεως το φαγητό μου, την περιποίηση κ.λπ. Δεν με ενδιαφέρουν ούτε τα κοινόχρηστα ούτε ο από κάτω.
Εκτός αν με ενδιαφέρει ερωτικά. Η γενιά μου από μόνη της έμαθε να αγαπάει τις γυναίκες, να τις σέβεται, τους αδύναμους, τους μετανάστες, τους πρόσφυγες, τα παιδιά όλου του κόσμου να είναι και δικά μας. Δεν χρειαζόμαστε ειδική υπενθύμιση για αυτό. Αντί να κατέβουμε στην πλατεία Συντάγματος να μουτζώσουμε τη Βουλή, προτιμάμε να καθόμαστε σε καφέ και να βλέπουμε αυτούς που πηγαίνουν, οι οποίοι αύριο-μεθαύριο θα πάρουν θέσεις-κλειδιά, κυβερνητικές, σε τράπεζες, σε ιδιωτικές επιχειρήσεις. Δεν θέλω να έχω καμία σχέση μαζί τους.
● Ως θεατής αγαπάς το σινεμά. Το θέατρο επίσης;
Μου αρέσει περισσότερο το σινεμά επειδή μπορώ και πηγαίνω ό,τι ώρα να ’ναι. Χώνομαι μέσα στη σκοτεινή αίθουσα, δεν θέλω παρέα. Το θέατρο θέλει ειδική προετοιμασία, να βρεις ανθρώπους να το δείτε μαζί. Είναι αναντικατάστατο: συμβαίνει μόνο εκείνη τη στιγμή μπροστά στα μάτια σου, είναι ζωντανό, αναπνέει.
Από την άλλη μεριά, ενώ μου αρέσει το σινεμά, δεν μου αρέσει η εικονική πραγματικότητα, να εκτεθώ στο διαδίκτυο. Βλέπω ότι είναι γεμάτο τοξικά απόβλητα, πολύ μίσος να κυκλοφορεί. Θέλω να περάσω τη ζωή μου με τους ανθρώπους που εκτιμώ, αγαπώ, σέβομαι το χιούμορ τους. Μιλάω στο τηλέφωνο, ένα σωρό τρόποι επικοινωνίας υπάρχουν, δεν χρειάζεται να έχω διαδίκτυο, λάικς και πράσινα άλογα.
● Και ως ηθοποιός προτιμούσες το σινεμά από το θέατρο;
Αλλες φορές προτιμούσα το ένα, άλλες το άλλο. Αν το σενάριο και ο σκηνοθέτης ήταν της προκοπής, έλεγες «ωραία, θα κάνω ταινία με αυτόν». Αν όχι, έκανες θέατρο. Υπήρξα τυχερός και στο θέατρο.
Ο Παπαγεωργίου κι η Πρωτοψάλτη στη «Στοά», ο Πιατάς, η Ολια Λαζαρίδου, ο Βασίλης Νικολαΐδης ήταν άνθρωποι ευγενικοί, καλλιεργημένοι. Τώρα έχω μεγαλώσει κιόλας, δεν είναι εύκολο να διαλέγεις. Οι νέοι δημιουργοί είναι λες και ανακάλυψαν την πυρίτιδα.
Νιώθουν πολύ υπερήφανοι γι’ αυτό που κάνουν, νομίζουν ότι είναι οι μόνοι, ότι δεν έχει ξαναγίνει ποτέ, πράγμα που είναι εντελώς ψέματα, αλλά το πιστεύουν, ότι έχουν κάνει την ερμηνεία της ζωής τους. Χαίρομαι που έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, εγώ δεν την έχω, ποτέ δεν φαντάστηκα ότι κάνω την αξέχαστη ερμηνεία, δεν με ενδιέφερε κιόλας. Με ενδιέφερε το σύνολο. Οτι είμαστε ομάδα και κάνουμε κάτι μαζί.
● Με την πανδημία το θέατρο συμπληρώνει έναν χρόνο κλειστό. Πώς κρίνεις τη θεσμική αυτή διαχείριση;
Στην πανδημία δεν υπάρχει πρώτος και δεύτερος, πλούσιος και φτωχός. Είναι για όλους. Σε όλο τον πλανήτη. Δεν έχω διάθεση να είμαι εναντίον, μπορεί να τους αδικήσω, δεν είμαι εκεί όταν παίρνονται αποφάσεις που έχουν συνέπειες στη ζωή όλων μας. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά για τον κ. Χρυσοχοΐδη ή για την κ. Μενδώνη. Δεν έχω καμία διάθεση ούτε να παραιτηθούν ούτε να μην παραιτηθούν.
Το λέω συμπτωματικά, επειδή τελευταία αυτοί έχουν ακουστεί πολύ. Να κάνουν καλά τη δουλειά τους – αυτό μ’ ενδιαφέρει. Εχουμε ανάγκη αυτόν που κάνει καλά τη δουλειά του και δεν το κάνει θέμα. Αθόρυβα. Ο Πιερρακάκης είναι κάποιος που κάνει χαμηλόφωνα τη δουλειά του, διευκολύνει χιλιάδες ανθρώπους, με το Δημόσιο όπου ήταν καρκίνωμα να πάρεις ένα χαρτί. Το έχει καταφέρει, μπράβο του.

● Στο θέατρο άφησες εποχή στο «Περιμένοντας τον Γκοντό». Μιλώντας πρόσφατα με τον Σπύρο Βραχωρίτη, μου είπε ότι είχατε ξεκινήσει να το ανεβάσετε στον Βόλο, τελικά δεν έγινε και το έκανες χρόνια αργότερα.
Το έκανα αργότερα, δύο φορές. Με τον Βραχωρίτη κάναμε και πρόβες στην «Τελευταία Μαγνητοταινία του Κραπ», στο πρωτότυπο, στα αγγλικά, για να πάμε στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου. Αλλά τελευταία στιγμή η παραγωγός μάς είπε ότι δεν έχει λεφτά. Εξαιρετικές πρόβες! Ο Σπύρος είναι πολύ ιδιαίτερη περίπτωση, δεν χωράει αμφιβολία.
● Τον «Κραπ» δεν σου έμεινε η επιθυμία να τον κάνεις;
Μου έχει μείνει η επιθυμία, αλλά με τις επιθυμίες… Η κόλαση είναι στρωμένη από καλές προθέσεις. Ολοι έχουν επιθυμίες. Ποιος χρηματοδοτεί το εγχείρημα; Αλλά έχω πολλές επιθυμίες. Δεν βλέπω να πραγματοποιείται καμία από αυτές.
● Οπως;
Εχω ένα σωρό. Περαστικά κορμιά… Ο κόσμος είναι γεμάτος από ομορφιές. Αν θα πραγματοποιηθούν ή όχι… χλομό το βλέπω. Θα μείνουν στον χώρο των επιθυμιών. Θα μου άρεσε να παίξω σε μια ταινία μαζί με τη Μαρίζα Μπέρενσον ή στο «Οι περιπέτειες του Φέλιξ Κρουλ» του Τόμας Μαν. Κάπου διάβασα πως ο Αρζόγλου είπε ότι είμαστε καλύτεροι ηθοποιοί από του Χόλιγουντ. Μα δεν τους ζητιέται αυτό που κάνουμε εδώ.
Οι σκηνοθέτες εκεί τους ζητάνε άλλα. Αλλά είναι μεγάλοι ηθοποιοί. Δεν μπορείς να πεις ότι είμαστε καλύτεροι, διότι αν δουλέψεις με αμερικάνικες προδιαγραφές, στο πέμπτο γύρισμα θα είσαι εκπεπτωκός, ράκος. Εχω νιώσει να είναι μπροστά μου εφτά κάμερες και να πρέπει να πω τα λόγια μου. Δεν έχει καμία σχέση με αυτό που ξέρεις.
Δεν ξέρω αν χρειάζεται θράσος ή θάρρος για να πεις: «Δεν πά’ να υπάρχουν και δεκαεφτά κάμερες, εγώ θα κάνω τη δουλειά μου». Εγώ δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος. Είμαι μάλλον ευάλωτος. Ασχετα αν θέλω να δείχνω το αντίθετο. Με το παραμικρό καταρρέω.
● Από όσα έχεις κάνει στο σινεμά, νομίζω ότι έχεις ταυτιστεί περισσότερο με τις ταινίες του Νικολαΐδη.
Και του Τσιώλη. Και του Νικολαΐδη, με «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα». Είναι περίεργο: η τελειότητα του Νικολαΐδη δεν με άγγιξε τόσο όσο η απόπειρα για μικρές ατέλειες του Τσιώλη. Εμαθα ότι μπορείς να ζήσεις και έτσι. Αρκεί να έχεις ψυχή, να κουβαλάς κάτι.
Δεν χρειάζεται να κυνηγάς τον πλήρη έλεγχο του κάδρου που ήθελε ο Νικολαΐδης – και πολύ καλά έκανε. Ο Τσιώλης ήταν πολύ καλός παραμυθάς. Ηξερε να αφηγηθεί μία ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Είχε περάσει από τη Φίνος, αλλά το μυαλό του ήταν στον Ταρκόφσκι.
● Πάντως η ατάκα σου από τα «Κουρέλια», «Ακου πτώμα να μαθαίνεις», είναι εξαιρετική για τίτλο ραδιοφωνικής εκπομπής.
Αυτή είναι μάλλον του Νικολαΐδη. Σε ένα πάρτι σπίτι του, με ρώτησε κάποια ηθοποιός: «Πηδάς το ίδιο καλά όσο ντύνεσαι;» Και της λέει ο Νικολαΐδης, πριν προλάβω ν’ απαντήσω εγώ: «Αγάπη μου, όποιος ξέρει να ντύνεται, ξέρει και να γδύνεται!». Και τελείωσε εκεί το θέμα.
● Διαβάζοντας τα βιβλία σου, σκέφτηκα ότι επειδή βαριόσουν να σε ρωτάμε σε συνεντεύξεις, τα έγραψες και ησύχασες.
Η αλήθεια είναι ότι έζησα τη ζωή που περιγράφω. Σαν ηθοποιός έγραψα, σαν ηθοποιός κάνω οτιδήποτε κάνω. Μερικοί νομίζουν ότι είχα μαγνητόφωνο και ηχογραφούσα διαλόγους. Γιατί πραγματικά τα θυμάμαι όλα: πώς έγιναν, πού, περίπου τι φορούσε ο καθένας, όλα!
Ρωτάνε: «Κρατούσες ημερολόγιο;» Οχι. Τα θυμόμουν, μου έκαναν εντύπωση. Απορούσα κι εγώ που βίωνα τέτοιες καταστάσεις. Με τον ίδιο ενθουσιασμό τα μετέφερα στο χαρτί. Βγήκε ένα τεράστιο υλικό.
● Δεν πιστεύω στην τυχαιότητα, αλλά ο τρόπος που τα περιγράφεις αφήνει την αίσθηση ότι όλα έγιναν τυχαία.
Ναι, τυχαία ήταν. Δεν έχω ιδέα. Δεν είμαι άνθρωπος με πρόγραμμα.
● Ως εκ θαύματος, λοιπόν;
Ως εκ θαύματος. Ακριβώς έτσι. Εχω διαβάσει πολλά βιβλία και ίσως εκεί έγκειται η όποια ικανότητα στην αφήγηση. Ή γιατί, όπως λέει ο Πολ Οστερ, οι ιστορίες επισκέπτονται αυτούς που μπορούν να τις αφηγηθούν. Ολοι οι άνθρωποι έχουν ιστορίες, έχουν μια ζωή συναρπαστική. Δεν μπορούν να τις αφηγηθούν όλοι. Νομίζω ότι είμαι συγγραφέας από ένστικτο, ηθοποιός εξ ιδιοσυγκρασίας.
● Με τον εγκλεισμό, τι σου έχει λείψει πιο πολύ;
Τα καφέ και οι ώρες στα μπιστρό, γιατί είμαι άνθρωπος που τρώει δύο φορές την ημέρα έξω. Τα σινεμά, να χώνομαι μέσα και να βλέπω μία ταινία.

● Καλλιτεχνικά όνειρα που θα ήθελες να εκπληρωθούν;
Δεν έχω. Δεν είχα ποτέ. Ερχόταν το ένα μετά το άλλο. Φρόντιζα όσο γίνεται να δίνω τον καλύτερό μου εαυτό. Εχεις ένα χρέος. Πολύ συχνά θες να φύγεις από αυτή την άθλια δουλειά, τις πρόβες, την επανάληψη, αλλά δεν μπορείς να πατήσεις τον αθέατο όρκο που έχεις δώσει σε αυτήν.
● Αλλα σχέδια;
Ενα από τα όνειρά μου είναι ένα υπέροχο μπορντέλο στην εθνική οδό όπου θα σταματάνε τα φορτηγά, οι κουρασμένοι οδηγοί. Θα ικανοποιεί άντρες και γυναίκες. Αν το πεις αυτό πουθενά, θα πουν «Τι είναι αυτά που λέει!». Δεν με ενδιαφέρουν τα μεγάλα, τα υψηλά.
● Ως επιχειρηματικό σχέδιο δεν ακούγεται κακό. Μήπως πρέπει να κάνεις την κρίση ευκαιρία, όπως έλεγε ο Γιώργος Παπανδρέου;
Ετσι έλεγε; Δεν κατάφερε να κάνει την κρίση ευκαιρία. Η κρίση κράτησε πολλά χρόνια. Ταλαιπώρησε έναν ολόκληρο λαό, ενώ θα μπορούσε να τελειώσει πολύ γρήγορα. Το ίδιο με την πανδημία.
Στο Ισραήλ, έξυπνοι άνθρωποι, εμβολιάστηκαν όλοι, τελείωσε το θέμα. Εδώ, τώρα αρχίζουν οι αρνητές, οι αμφισβητίες. Τόσες πολλές συνωμοσίες, τόσο μικρή χώρα, αν είναι δυνατόν!
*Δημοσιογράφος, σκηνοθέτης και μεταφραστής σε συνέντευξη στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 29 Απριλίου 2021
«Αγαπημένε μου γείτονα, καλό παράδεισο»: Ο Λάκης Γαβαλάς αποχαιρετά τον Κωνσταντίνο Τζούμα
Η είδηση του θανάτου του αγαπημένου ηθοποιού σκόρπισε θλίψη στον καλλιτεχνικό κόσμο

Ο ηθοποιός, συγγραφέας και ραδιοφωνικός παραγωγός έδινε μάχη εδώ και αρκετά χρόνια με τον καρκίνο και η είδηση του θανάτου του σκόρπισε θλίψη σε φίλους και συνεργάτες του.
Ο Λάκης Γαβαλάς θέλησε να αποχαιρετίσει τον καλό του φίλο και γείτονα με μία συγκινητική ανάρτηση στο Facebook. Πιο συγκεκριμένα, μέσα από το προσωπικό του προφίλ, ο σχεδιαστής μόδας έγραψε:
«Αγαπημένε μου γείτονα καλέ μου ποιοτικέ άνθρωπε. Εκεί που θα πας θα μάθεις από κοντά για προφητείες, αρρώστιες κ.α. αλλά εγώ προσωπικά θα ήθελα να ξέρω ποια θα είναι η αντικατάστασή σου… Καλό παράδεισο θα μου λείψεις».
Δείτε την ανάρτηση
Από την «Γλυκιά Συμμορία» στους «Απέναντι» – Αντίο σε ένα γοητευτικό κοσμοπολίτη

Ορφάνεψε σήμερα κι άλλο η «Γλυκιά Συμμορία» και μαζί της ορφάνεψε και ένα κομμάτι της Αθήνας που λατρέψαμε μέσα από την παρουσία και τη φωνή του.
Ο Κωνσταντίνος Τζούμας δεν είναι πια μαζί μας όσο και αν κάποιοι γνωρίζαμε τα προβλήματά υγείας του νομίζαμε ότι θα τα κατάφερνε και αυτή τη φορά.
Ο γοητευτικός ηθοποιός με το φουλάρι, ο Αθηναίος με το ιδιαίτερο ντύσιμο, ο ραδιοφωνικός παραγωγός με τους χιλιάδες φανατικούς ακροατές πήγε να συναντήσει τους φίλους τους εκεί ψηλά.
Να κάνουν βαθυστόχαστες συζητήσεις, να πίνουν και να σχολιάζουν επί παντός επιστητού.
Από την Συμμορία, στον Δράκουλα αλλά και τους Απαράδεκτους
Εδώ και τρεις δεκαετίες ο Κωνσταντίνος Τζούμας εκφράζει ένα κομμάτι της πολιτιστικής ζωής της πόλης αρκετά ιδιαίτερο.
Με μαύρο χιούμορ, χαρακτηριστική φωνή και μπαζέ ύφος, ο Τζούμας ήταν από μόνος του μια περσόνα ξεχωριστή. Αλλά αν κατάφερνες να δεις πίσω από αυτή -και κυρίως αν σε άφηνε- έβλεπες ένα μικρό παιδί.
Έναν πραγματικό καλλιτέχνη που δεν αναλώθηκε σε κουτσομπολιά, σε ίντριγκες και άχρηστη δημοσιότητα. Αυτή ήρθε κυρίως μέσα από το συγγραφικό του έργο, αρκετά χρόνια μετά τη συμμετοχή του σε μερικές από τις πιο σημαντικές ελληνικές ταινίες της εποχής.
Η ζωή του στη Νέα Υόρκη και η προσπάθεια του να γίνει χορευτής τον έφερε κοντά σε μερικά από πιο σημαντικά ονόματα της σύγχρονης τέχνης.
Και όταν επέστρεψε στην Αθήνα αποφασισμένος πια να γίνει ηθοποιός ο Νίκος Νικολαΐδης είδε στα μάτια του αυτή τη φλόγα που αναζητούσε.
Η πορεία μετά είναι λίγο πολύ γνωστή. Σπουδαία ερμηνεία σαν Κωνσταντίνος στην «Γλυκιά Συμμορία» αλλά και στα «Κουρέλια τραγουδάνε ακόμα» του Νικολαΐδη και αξέχαστος ο ρόλος του στον «Δράκουλα των Εξαρχείων» του Νίκου Ζερβού.
Παίζοντας ένα τρελό γιατρό, τον Βίκτωρ Παπαδόπουλο, ο Κωνσταντίνος Τζούμας -με τον υπέροχο Τζίμη Πανούση στο πλευρό του- θέλει να φτιάξει ένα ροκ συγκρότημα το οποίο θα αποτελείται από συναρθρωμένα μέλη σημαντικών πεθαμένων μουσικών.
Και από εκεί στους «Απέναντι» του Γιώργου Πανουσόπουλου, στο «Ρεμπέτικο» του Κώστα Φέρρη, αλλά και στο «Happy day», στο «Ελευθέριος Βενιζέλος 1910-1927» και στο «Ακροπόλ» .
Η τελευταία κινηματογραφική του συμμετοχή ήταν το 2017 με το «Γυναίκες που περάσατε από δω» του Σταύρου Τσιώλη.
Πολύ σημαντική και η πορεία του στο θέατρο με το «Περιμένοντας τον Γκοντό», «Εσωτερικαί ειδήσεις», «Φαύστα», «89,90 Fm Stereo», «Αι δύο Ορφαναί», «La Nonna», «Ένα καινούργιο κόκκινο», «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» και πολλές άλλες.
Η εστέτ φωνή του En Lefko
Οι ταινίες του Τζούμα παίζοντας ξανά και ξανά σε καλτ φεστιβάλ και σε αφιερώματα αλλά κυρίως οι νέοι τις βλέπουν με μανία στο youtube.
Η γενιά που τον γνώρισε και τον λάτρεψε μέσα από το En Lefko δεν πρόλαβε τις καλές κινηματογραφικές του στιγμές, αλλά η τέχνη μένει εκεί για πάντα.
Όποιος κυκλοφορούσε σε στέκια της Αθήνας σίγουρα είχε δει τον Τζούμα να τριγυρνάει, κυριολεκτικά παντού. Πάρτι, μπαρ, συναυλίες, ακόμα και σε μέρη που δεν περίμενε ποτέ κανείς έναν 75άρη.
Από τα βιβλία του μάθαμε για την ιδιοφυία του και από τις ελάχιστες αλλά απολαυστικές συνεντεύξεις του το πόσο καλά μπορεί να χειριστεί το χιούμορ του.
Ακόμα και σε αποτυχημένες επιλογές όπως το σχόλιο του για τις γυναικοκτονίες ο Τζούμας είχε το θάρρος να παραδεχτεί το λάθος του και να επανορθώσει.
Δεν ξέρω πόσο αυτό το σχόλιο του στοίχισε και αν οι νεότεροι θαυμαστές του κατάφεραν ή όχι να τον συγχωρέσουν. Αλλά λίγο θα τον απασχολούσε.
Ο Τζούμας ήταν πάντα αυτός που κατέρριπτε τα κλισέ, έσπαγε το πολιτιστικό κατεστημένο και μπορούσε να ειρωνευτεί με τον τρόπο του ακόμα και τον Ανδρέα Παπανδρέου σε μια εποχή που όλοι τον αποθέωναν.
«Ιδίως στην τέχνη, έχουν μια διαστρεβλωμένη αντίληψη περί πρωτοτυπίας. Δεν υπάρχει, αγόρι μου γλυκό, κάτι που να μην έχει ξαναγίνει. Το θέμα είναι ο τρόπος που το κάνεις. Ξέρεις τι θα ήταν στ’ αλήθεια πρωτότυπο; Μια δουλειά που να πληρώνει καλά!» είχε πει ο ίδιος σε συνέντευξή του στην Καθημερινή και δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε μαζί του.
Από σήμερα ο Κωνσταντίνος Τζούμας θα μπορεί να σκεφτεί τρόπους να πραγματοποιήσει το όνειρο του γιατρού Βίκτωρ. Ο Τζίμης Πανούσης θα τον περιμένει για τρελά απολαυστικές ροκ βραδιές.
Όσο για εμάς θα κοιτάμε πάντα με νοσταλγία μια άδεια καρέκλα στο Φίλιον.
ΠΗΓΗ : Νατάσα Μαστοράκου http://www.in.gr